- αδειαστικός
- -ή, -ό [αδειαστής]1. αυτός που αναφέρεται στον αδειαστή, τον εκκενωτή2. (συνήθως το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδειαστικάπληρωμή, αμοιβή για εκκένωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… … Dictionary of Greek